ξαρμάτωτος

ξαρμάτωτος
-η, -ο [ξαρματώνω]
1. αυτός που έμεινε χωρίς οπλισμό, άοπλος, αφοπλισμένος
2. (για πλοίο) α) παροπλισμένος
β) αυτός που δεν είναι εφοδιασμένος με επαρκή ή κατάλληλο εξοπλισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξαρμάτωτος — η, ο ο ξαρματωμένος, ο χωρίς άρματα, ο άοπλος: Αρρωστημένο μ ήβρανε, ξαρμάτωτο στο στρώμα (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρμάτωτος — η, ο ξαρμάτωτος, άοπλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε από το αρματώνω (πρβλ. αγγίζω: άγγιχτος). Η σημασία της στερήσεως δημιουργήθηκε από τον αναβιβασμό του τόνου] …   Dictionary of Greek

  • εξαρμάτωτος — η, ο και ξαρμάτωτος, η, ο [εξαρματώνω] ξαρματωμένος, άοπλος, αφοπλισμένος, αυτός που έμεινε χωρίς οπλισμό ή (για πλοίο) χωρίς εξαρτισμό, παροπλισμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”